ἵππος

ἵππος
ἵππος (ὁ. ἡ.) (-ος, -ου, -ον; -οι, -ων, -οιςι), -ους.)
1 horse

θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτεροῖσίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87

ὕμνον ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον O. 3.4

μιν αἰνέω, μάλα τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14

ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.7

Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον O. 5.21

πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων O. 7.71

ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον O. 9.23

ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.86

στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2

Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ P. 2.45

ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάςP. 4.17

Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

κρηπῖδ' ἀοιδᾶν

ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3

ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.6

παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34

φιάλαις ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

Πανελλάνεσσι δ' ἐριζόμενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.29

ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.107

θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 3. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. . Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο *fr. 107a. 1* καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ; τέρπονται Θρ. . . Διομήδεος ἵππους fr. 169. 9. ]ἵππο[ fr. 169. 22. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (v. l. ἵππιον) fr. 203. 2. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. πελεκυφόρας ἵππος fr. 339a. pl. as general term for horses and chariot, or the chariot itself:

χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41

δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου ἵππων O. 3.34

κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἀν ἵπποις χρυσέαις O. 8.51

ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69

εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν P. 5.21

Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχονθοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν τ ἅμ ἵπποις N. 9.25

πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.62

οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13

Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 2. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις sc. of the Muses. Πα. 7B. 12.

ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.2

οὔθ ἵπ[ (ἵπ[ποισι]ν ἀγαλλόμ[ενος add. Snell ex alio frag. papyri) fr. 215b. 13. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 1.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἵππος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππος — horse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… …   Dictionary of Greek

  • Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… …   Dictionary of Greek

  • δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”